- σαρκόρ(ρ)αμφος
- ο, Νζωολ. γένος ασιατικού γύπα με τεράστιο μαύρο ράμφος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sarcoramphus (< σάρξ, σαρκός + ράμφος). Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].
Dictionary of Greek. 2013.